…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.
Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.
Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….
*********

Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη (1932). Μαρία και Δεσπούλα. Η λατρεμένη σύντροφος και η πολυαγαπημένη κόρη του Φωτίου εμπνέουν και απεικονίζονται πολύ συχνά από τον ζωγράφο
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε:«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.
Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.
Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι
άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».
Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».
Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρόνεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Σχετικά
Πόσο μακριά είμαστε σήμερα από τα λόγια αυτού του φωτισμένου ανθρώπου, λόγια της σοφίας Θεού!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Καλημέρα και καλή χρονιά!
Μα καλά ρε παιδιά του Olympia, αυτό το σκοταδιστικό
άρθρο βρήκατε να βάλετε πρώτη μέρα του χρόνου? Μπλιάχ!
Ένας παλαβός και αρνητής της ζωής ήταν ο άνθρωπος, όπως
και οι τζιxαντιστες που σκοτώνονται για να πάνε στον παράδεισο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σκοταδιστής ο Φώτης; Καλή χρονια.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΕΙΑΝΑΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΤΙΣΤΩΣ ΣΥΝΤΡΟΦΕ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Καλώς το καρντάση και σύντροφο!
Που είσαι για? Σε χάσαμε
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Περί ορέξεως …
ουδέν σχόλιον!
Ή μάλλον θα σχολιάσω μόνον το εξής
καθαρά ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΗ αντίληψη και στάση ζωής!
Πρότυπο και «φάρος» για μεγάλη μερίδα «Ελλήνων»!
Σε όποιον δεν συμμερίζεται την ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΗ αντίληψη και στάση ζωής (και αισθητική)
δεν λέει απολύτως τίποτε!
ΑΛΛΟΣ κόσμος!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ενώ η Δυτική αντίληψη ζωής άλλο πράγμα, ε?.Τώρα μάλιστα που έχουμε και το σύμφωνο συμβίωσης και ‘εκδημοκρατήσαμε» την Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική τη Γιουγκοσλαβία, και που έχουμε ελευθερία να σκοτώνουμε στα Αμερικανικά σχολεία και να καταναλώνει περισσότερα ψυχοφάρμακα η Βρεττανια από ότι αντιβιοτικά η Κίνα, ποιός μας φτάνει. Α, ξέχασα μας έσωσαν και η Τροϊκα και οι Θεσμοί. Αλήθεια οι Τζιχαντιστές σκοτώνουν για να παν στον Παράδεισο (τι σκοταδισμός!) ενω οι Δυτικοί σκοτώνουν στο Αβγανιστάν, στο Ιρακ και παλιότερα στο Άουσβιτς, στη Τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης στους Αποικιοκρατικούς πολέμους λόγω πεφωτισμένης σκέψης…
Καλή Χρονιά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
‘Ωστε ΑΥΤΟ είναι για σένα η ΜΗ ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΗ αντίληψη και στάση ζωής!
Ξέχασες …
και όλες οι γυναίκες τους είναι πουτάνες!
(Και μετά θέλετε να πουλάτε και «πνεύμα»!)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
(1907) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αγαπητέ καπετάνιε, με τα έτσι και γιουβέτσι,
και με γλάρους πτερωτούς, πάντα θα ζούμε σε κοτέτσι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αγαπητέ Φίλε Ζαγκλο, Καλη Χρονια ( Με οιαδήποτε προσέγγιση και ερμηνεία την αντιλαμβανεσε)
Η θέσις και η στασις ζωης του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη ως προκύπτει απο το Έργο του τον καταξιωνει ως τον πλεον Ενθερμο Ελληνα Πατριωτη και Ελεύθερο Άτομο το οποίο καυτηριαζει και λοιδωρει καθε μορφή διεστραμμενου και διαβρωμενου κατηστημενου- θρησκοληψια εκκλησια πολιτικη υποκριτικη κοινωνια κλ- για αυτήν την σταση του ειχε εκδιωχθη και ειχε αποκλεισθη απο το διεφθαρμενο ιερατείο και πολιτικο σύστημα της εποχής του και πεθανε παμτωχος και καταφρονημενος!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Καλή χρονιά συνέλληνα,
οι Ολύμπιοι να σε έχουν πάντα καλά!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ΖΑΓΚΛΕ ΑΠ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΝ ΑΡΗ ΜΑΣ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Έτσι καρντά, Έλληνες είμαστε,
τι δουλειά έχουμε με τους εβραίους?
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
θυμάμαι τις εικόνες του Φώτη Κόντογλου μάλλον από τα βιβλία τα σχολικά με τα αρχικά ΦΚ. δεν το ήξερα οτι είχε γράψει και βιβλία μέχρι πρόσφατα.
σας ευχαριστώ που αναρτήσατε κείμενό του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μερικοί βλέπω ισχυρίζονται πως ζούνε σε κοτέτσι!!!Δεν είχα καμμία αμφιβολία γι’ αυτό!! 😛 ::mrgreen 😛
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Στην καλύτερη χώρα, “Σουηδία”.
Στην καλύτερη συνοικία, “Hammarby Sjöstad” (Θαλασσια πολιτεία)
Η φαντασία σου δεν μπορεί να φτάσει την πραγματικότητα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αλήθεια, μπορεί κανείς να μου εξηγήσει πως στην ευχή ΞΕΝΟΙ σχολιαστές όπως φυσικά ο απότοκος των Βίκινγκς παραπάνω, ασχολούνται με τέτοια επιμονή με την Πατρίδα μου-μας και ΟΧΙ «τους» ???Δεν λέγω , αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να δείξω πλήρη κατανόηση που εναγωνίως προσπαθούν να πείσουν ΠΡΩΤΑ εαυτόν και έπειτα τους άλλους ότι η πατρίδα των, είναι η καλύτερη στον κόσμο….Τόσο μειονεκτική τυγχάνει η ψυχρή και απρόσωπη χώρα τους σε σύγκριση με την ΥΠΕΡΟΧΗ Χριστιανική Ορθόδοξη Ελλάδα??
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πρέπει να μάθεις να συμπεριφέρεσαι σαν άνδρας, προσποιήσου τουλάχιστον ότι
είσαι άνδρας. Όταν συνομιλείς με κάποιον τον κοιτάς στα ματια, δεν κοιτάς
απέναντι στον τοίχο ούτε τα παπούτσια σου.
Η πατρίδα σου είναι το ισραήλ, ο ίδιος το δήλωσες!
Εγώ είμαι Έλληνας κατά πρώτον και δεύτερον έχω και την Σουηδική υπηκοότητα.
Το ξέρω ότι όλα αυτά που με γραφεις τα προβοκατόρικα αποσκοπούν να με ερεθίσεις,
να βρίσω και να χάσω την οποια εκτίμηση έχω σαν άτομο από τους επισκέπτες
και ίσος με κάνει ban και η Olympia!
Αυτός είναι ο στόχος σου εβραϊκή οχιά, δεν υπάρχει Έλληνας με Ελληνική συνείδηση που
να απαξιώνει και να αφαιρεί την υπηκοότητα από έναν ένθερμο Έλληνα σαν και μένα.
Θέλει να σπείρεις μίση και διχόνοιες, σίγουρα μερικά πρόβατα χριστιανικά θα σε ακολουθήσουν.
Οι νούν έχουσι όμως Έλληνες επισκέπτες καταλαβαίνουν το ύπουλο χυδαίο λόγο σου.
Ως τότε, σε στέλνω χαιρετίσματα, γαμώ την ορθοδοξία σου και το άπλυτο
εβραϊκό σουφρίδιο της εβραίας μάνα σου, Οχιά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
» … και να χάσω την οποια εκτίμηση έχω σαν άτομο από τους επισκέπτες»
Να γελάσει κανείς ή να τα σπάσει όλα;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Άκου γίδι που δεν τολμάς να γράψεις με το όνομα σου.
Το να είσαι ευθύς, αντίχριστιανός και Εθνικοσοσιαλιστής,
κάνεις πόλους εχτρούς, αλλά και ακόμη περισσοτερους φίλους.
Εγώ δεν γράφω για να γίνω αρεστός, ούτε κρύβομαι, κατάλαβες?
Αν έχεις κάτι να πεις εναντια μου να πάρεις θέση επάνω στο θέμα, τώρα
αυτά που γραφεις είναι λόγια μιας άπλυτης προσκυνημένης στην σιών κωλοτρυπίδας!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ισος…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Zagle, το μενος με το οποιο πολεμας την ορθοδοξια θυμιζει εβραιους, διοτι αυτοι την πολεμουν κατ αυτον τον τροπο. Αρα λοιπον σζυ εσαι εβραιος και οχι Ελληνας. Και ολα τα υπολοιπα που γραφεις ειναι για το θεαθηναι. Παντως αν θελεις βαζουμε και στοιχημα. Σε λιγο καιρο «θα τραβας απο το μανικι τους γνωριζοντες να σου εξηγησουν τα της Ορθοδοξιας» (Παραφραση των λογων του αγιου γεροντος Παισιου, αν και μαλλον δεν εχω την ευλογια)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Χα..χα..χα..θα σε πω κάτι να μάθεις και πρόσεξε το.
Ο χριστιανός που ρίχνει και καμια χριστοπαναγία, αμφιβάλλει.
Ο χριστιανός που πιστεύει ότι οι ζωγραφιές δακρύζουν είναι για ζουρλομανδύα.
Ο άθεος είναι μελετημένος, ψαγμένος και ολοκληρωμένος στην αθεΐα του.
Ο 12θεϊστής έχει πεισθεί για την μέγα απάτη των εβραίων περί χριστιανισμού
και τα αρχίδια μου κουνιούνται και έχοντας την ανάγκη κάπου να
στηριχθεί, πάει και καλά κάνει στο Ολυμπιακό πάνθεο.
Εσύ μάλλον είσαι, ή είσαι στο δρόμο της προβατίνας όπου προσκυνάς καρφιά,
ξυλα, ζουνάρια, πτώματα κλπ εβραϊκές δεισιδαιμονικές σκοταδιστικές παπαριές.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Και κάτι ακόμα που με διέφυγε.
Η αποκάλυψη που κάνω, είναι από αγάπη στην Ελλάδα που
τόσα δεινοπάθησε από τους εβραίο χριστιανούς και
επίσης από πάθος για την αλήθεια.
Οι χριστιανοί δεν με επιτίθονται γιατί λέω ψέματα,
αλλα γιατί λέω αλήθειες που καίνε!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Φοβερὸς βομβαρδισμὸς ἀπὸ τουρκικὰ «ἀεροπλάνα»!
Φοβερὸς βομβαρδισμὸς ἀπὸ τουρκικὰ «ἀεροπλάνα»!
«Ἡ Τουρκία βομβαρδίζει τὴν Ἑλλάδα μὲ μετανάστες»! 4000 τὴν ἡμέρα μᾶς στέλνουν!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Θα ήθελα νά έβλεπα κάποιους φίλους σε αεροπλάνο που πέφτει σε αναταράξεις.Καλή και ευλογημένη χρονιά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…και σε chat room με παπαδαριο καβατζωμενη εεεεεεεεε antexoume…………?χαχαχαχαχαχαχχαχααχαχαχαααααααααα
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Συγχαρητηρια για τήν επιλογή του κειμένου. Από τα κορυφαία που εχω διαβάσει.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!