Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Ποτέ οι σχέσεις μας με την Τουρκία, δεν ήταν καλές. Μετά όμως το 1975, οι προστριβές μας με τη χώρα αυτή, αποτελούν ένα ζήτημα της «καθημερινής» ατζέντας των μεταξύ των δύο χωρών σχέσεων με κύριο χαρακτηριστικό την σταδιακή κλιμάκωσή τους, ώστε πλέον να φτάσουμε σε ένα σημείο που μπορούμε να πούμε ότι η «βεντάλια» έχει ανοίξει πλήρως : η Τουρκία αμφισβητεί (σχεδόν) το μισό Αιγαίο, αμφισβητεί το σύνολο της ελληνικής ΑΟΖ ανατολικά (επί του παρόντος;) της Κρήτης, ενώ ασφαλώς παραμένει πάντα ενεργό το ενδιαφέρον της για την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα («τουρκική» για τους Τούρκους και όχι όμως μόνο) και είναι βέβαιο ότι μέσω της «ωρολογιακής βόμβας» των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων, (τα οποία τόσο επιπόλαια και αφελώς ορισμένοι επιχειρούν να υποβαθμίσουν τη σημασία τους για την εθνική ασφάλεια της χώρας), σχεδόν αμιγώς ισλαμικής συνθέσεως, κάποια στιγμή η Τουρκία, θα εμφανιστεί και ως «η προστάτιδα Δύναμη» όλων των εδώ μουσουλμάνων.
Από την άνοδο του Ταγιπ Ερντογάν στην εξουσία, σταδιακά άλλαξε δραματικά όχι τόσο το «θεματολόγιο» των τουρκικών προκλήσεων και προστριβών με την Ελλάδα, (και αυτό βεβαίως), όσο το γεγονός ότι άλλαξε η ίδια η τουρκική φιλοσοφία στις εξωτερικές της σχέσεις γενικότερα και τις ελληνοτουρκικές ειδικότερα.
Η Τουρκία πλέον, με τον Ταγίπ Ερντογάν, (ή καλύτερα : η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν) δεν είναι ότι απλώς υποκατέστησε στο εσωτερικό της την κεμαλική παράδοση με την «αναβάθμιση» της θρησκευτικής της ταυτότητας (επί του παρόντος με ένα κάλυμμα που επιχειρεί να διαχωρίσει το θρησκευτικό στοιχείο από τις ισλαμικές φονταμεταλιστικές εκφάνσεις του στον ισλαμικό κόσμο, αν και, οι σχέσεις της με φονταμενταλιστικά στοιχεία είναι δεδομένη, ώστε να δημιουργείται η εύλογη πεποίθηση πως πίσω από το άνω «κάλυμμα» κρύβεται μια άλλη αλήθεια), και επομένως, πολύ φυσιολογικά να αποστρέφει το βλέμμα της από την όποια «ευρωπαϊκή» της προοπτική προς μια κατεύθυνση ολοένα και πιο «ανατολίτικη», αλλά, τούτη τη μεταστροφή την συνδυάζει και με έναν αυτοκρατορικό αναθεωρητισμό, επιχειρώντας όχι μονάχα από άποψη επιρροής να καταστεί η αδιαμφισβήτητη περιφερειακή Δύναμη εντός τουλάχιστον των (εκτός Ευρώπης) ορίων της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με την Ελλάδα και Κύπρο όμως εντός του «βεληνεκούς» των αναθεωρητικών της στρατηγικών και πολιτικών), ενώ, ακόμα χειρότερο και ακόμα πιο επικίνδυνο, αυτός ο αυτοκρατορικός αναθεωρητισμός, έχει συνδεθεί στενά αν όχι αποκλειστικά με το ίδιο το πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν. Ένας Ερντογάν, που το «L’État, c’est moi» στην περίπτωσή του, δεν υπονοεί απλώς την, ούτως ή άλλως, αδιαμφισβήτητη συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας στα χέρια του, μα ταυτίζει αυτή τούτη η πορεία και το μέλλον της χώρας του, με την δική του παρουσία και με το δικό του πολιτικό μέλλον.
Γενικότερα μιλώντας, όταν το «μέλλον» μιας χώρας, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τις εσωτερικές πολιτικές και λοιπές (οικονομικές, κοινωνικές) διεργασίες της, αλλά, σε τούτο το «μέλλον» της, εμπλέκει και το «μέλλον» και άλλων όμορων (ή μη) χωρών της, κατά τρόπο που να αμφισβητείται ευθέως ή εμμέσως η εθνική τους ανεξαρτησία και κυριαρχία, και των οποίων χωρών το δικό τους «μέλλον», οφείλει να υποταχθεί στο «μέλλον» της χώρας που απαιτεί την προσαρμογή των εθνικών τους πολιτικών και επιλογών προς τις δικές της επιλογές, τότε, εκτός και αν οι «καλούμενες» χώρες να «προσαρμοστούν» προς τις απαιτήσεις της χώρας που τις καλεί προς τούτο, το πράξουν άνευ αντιδράσεως, οι χώρες αυτές, σε αντίθετη περίπτωση, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υπερασπίσουν με κάθε πρόσφορο μέσο την εθνική τους κυριαρχία και ανεξαρτησία.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την αναθεωρητική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Η αναθεωρητική Τουρκία, επιχειρεί να χτίσει το «μέλλον» της αποδομώντας ταυτόχρονα το μέλλον όσων χωρών θεωρεί εμπόδιο στα δικά της αυτοκρατορικά αναθεωρητικά οράματα, ζητώντας από αυτές να προσφέρουν ως ένα είδος σύγχρονου φόρου υποτελείας τμήματα της (εθνικής) γης και του (εθνικού) τους ύδατος. Άλλωστε το «δικαίωμα» για έναν αυτοκρατορικό μεγαλοϊδεατισμό, να απαιτεί και «αυτονοήτως» να λαμβάνει ό,τι απαιτεί, αποτελεί ένα ιστορικά επιβεβαιωμένο προηγούμενο, κι αυτό ανεξάρτητα από το πόσο ακριβά και τραγικά πληρώθηκε αυτό το «δικαίωμα», από τα θύματα μα και από τον ίδιο το θύτη.
Δύο επί πλέον επικίνδυνες πτυχές έρχονται να προστεθούν σε όσα ανωτέρω εξετέθησαν.
Πρώτον, ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, έχοντας εμπλέξει τόσο πολύ και τόσο στενά την προσωπική του πολιτική παρουσία με το ίδιο του μέλλον της χώρας του, πάνω στη βάση της αναβίωσης ενός αυτοκρατορικού (οθωμανικού καικ αντικεμαλικού) παρελθόντος, όχι πια στα λόγια μα με πράξεις, έχει εγκλωβιστεί ο ίδιος στο ίδιο το δίχτυ που έπλεξε, ώστε ο απεγκλωβισμός του, να μην είναι δυνατός χωρίς την πιθανή δική του πολιτική εκμηδένιση και χωρίς αυτή η πτώση να προκαλέσει στο εσωτερικό της χώρας του εξελίξεις που να μην μπορούν να ελεγχθούν, πέραν της προσωπικής του τύχης. Μοιραία, οι προσωπικές του πλέον βλέψεις αλλά και ανησυχίες ή/και ανασφάλειες, μετατρέπονται σε «επίσημη» πολιτική του τουρκικού Κράτους, με ό,τι αυτό σημαίνει ή μπορεί να σημάνει στο μέλλον και κάτω από δεδομένες συγκυρίες. Έτσι, ο δρόμος που έχει επιλέξει είναι ένας μονόδρομος με μόνη προοπτική την όξυνση των προκλήσεων μα και των ενεργητικών δράσεων σε υλοποίηση του μεγαλοϊδεατισμού που ο ίδιος καλλιέργησε και άρχισε να εφαρμόζει στη πράξη, ένας μονόδρομος χωρίς επιστροφή για τον ίδιο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Βεβαίως, τούτο το γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος, εξ ου και η εντεινόμενη επιθετικότητά του, γνωρίζοντας πως έχοντας θέσει τόσο υψηλούς στόχους, είτε θα τους πετύχει και θα απολαύσει -όσο αυτό διαρκέσει- στο εσωτερικό της χώρας του όλα τα οφέλη από μια τέτοια επιτυχία, η θα κατακρημνιστεί, όπερ και το πλέον βέβαιο, με τη πτώση να είναι τόσο πιο επώδυνη όσο υψηλότερα και όσο περισσότερο θα έχει προχωρήσει στην υλοποίηση των αυτοκρατορικών του βλέψεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα βιώσει και το πόσο πολύ εύθραυστη είναι η «λαϊκή υποστήριξη», όταν ακόμα και οι πιο πιστοί του οπαδοί, θα βρεθούν στην ανάγκη να απολογούνται για τη στήριξή τους προς αυτόν και ίσως με μεγάλη ευκολία να τον παραδώσουν στις (πολιτικές) διαθέσεις των αντιπάλων του.
Όμως, ως έχουν τα πράγματα, και αυτοί οι ίδιοι οι πολιτικοί του αντίπαλοι, κι αυτή είναι η δεύτερη κατά τα ανωτέρω επικίνδυνη πτυχή, βλέποντας πως τυχόν ευόδωση των στρατηγικών του Ταγίπ Ερντογάν, πιθανώς να αυξήσει το μερίδιο της λαϊκής βάσης που τον στηρίζει, η οποία βάση, πιθανώς, αν όχι με σιγουριά, δεν θα έχει καμία διαφωνία να δει τη χώρα της να «αναβαθμίζεται» σε μια μεγάλη περιφερειακή Δύναμη, όχι μονάχα στρατιωτικά και πολιτικά μα, κυρίως, οικονομικά, έστω και αν αυτή η «αναβάθμιση» ουσιαστικά προκύψει όχι στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου μα εξόφθαλμα κόντρα σ’ αυτό, ακόμα και με στοιχεία «κρατικής πειρατείας» εντός της εθνικής επικράτειας άλλων χωρών (χερσαίας ή θαλάσσιας αδιάφορα), λογικά θα επιχειρήσουν να υπερθεματίσουν στις αναθεωρητικές πολιτικές και στρατηγικές του Ερντογάν, κάτι άλλωστε που το βλέπουμε, υποστηρίζοντας ουσιαστικά ακόμα περισσότερο τον αναθεωρητισμό της χώρας τους.
Συνεπώς, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, έχει δημιουργήσει ήδη έναν φαύλο κύκλο ακόμα και για την ίδια τη Τουρκία. Η χώρα αυτή, από την πλευρά της, με βάση την κατάσταση που έχει δημιουργήσει, μια μόνο κατεύθυνση έχει, αν δεν θέλει να αποφύγει εκείνο που προς στιγμή πήγε να επιβληθεί με το προ διετίας πραξικόπημα (για κλάματα), δηλαδή το χάος με απρόβλεπτες συνέπειες και για την ίδια τη συνοχή της : να επιχειρήσει να υλοποιήσει τουλάχιστον τις πλέον κρίσιμες στρατηγικές επιλογές του αναθεωρητισμού της, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και τον περιβάλλοντα αυτή ζωτικό χώρο (στη Βόρεια Αφρική, στη Μέση Ανατολή και ασφαλώς στο Αιγαίο και την Ελλάδα γενικότερα). Για την Τουρκία και τον Ερντογάν, κάθε υποχώρηση από αυτές τις επιλογές, πόσο μάλλον μια αποτυχία που θα ερμηνευθεί και ως εθνική ταπείνωση, ισοδυναμεί με καταστροφή. Την ίδια όμως στιγμή, για τις λοιπές χώρες της ίδιας παραπάνω μείζονος περιοχής εντός της οποίες εκδηλώνεται ο τουρκικός αυτοκρατορικός αναθεωρητισμός, τα πράγματα οφείλουν, αν θέλουν να μη πληγεί η δική τους εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία λόγω του αναθεωρητισμού αυτού, όχι απλά να αναμένουν την αποτυχία του τουρκικού εγχειρήματος, μα, να το καταπολεμήσουν έργω εν τη γενέσει του, δηλαδή, ευθύς ως η εθνική τους κυριαρχία και ανεξαρτησία αμφισβητηθεί έργω εκ μέρους της Τουρκίας. Το «έργο» αντικρούεται με «έργο» και όχι με δηλώσεις, ιδίως όταν πρόκειται για κυβερνήσεις, όπως οι τουρκικές, που διαχρονικά έχουν αποδείξει πως δεν συγκινούνται καθόλου από λόγια ή από καταδίκες για εκ μέρους τους παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, αλλά, ότι μονάχα μια γλώσσα καταλαβαίνουν : αυτή της Δύναμης. Και ασφαλώς, εκτός από τις χώρες της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου, είναι και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και βεβαίως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, οι οποίες έχουν εξίσου ζωτικά οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή, και θα είναι ακριβώς οι Δυνάμεις αυτές ο τελικός και αποφασιστικός καταλύτης των όποιων εξελίξεων, αλλά και της τύχης του ίδιου του τουρκικού αναθεωρητισμού. Αυτό η Τουρκία με την έμπειρη διπλωματία της βεβαίως είναι κάτι που δεν το αγνοεί, και ακριβώς επειδή είναι έμπειρη, το ερώτημα που αιωρείται είναι : τι είναι «εκείνο» (το όποιο «εκείνο»), που κάνει τη Τουρκία να επιχειρεί τα όσα επιχειρεί στη Συρία, στη Λιβύη στη Κύπρο και την Ελλάδα, που κάνει την Τουρκία να θεωρεί πως οι άνω Μεγάλες Δυνάμεις, τελικώς, ή δεν θα επέμβουν ενεργά (ίσως μονάχα διπλωματικά, όπως κατά την εποχή της τουρκικής εισβολής στη Κύπρο), ή αν επέμβουν, θα επέμβουν όχι για την «χωρίς προϋποθέσεις και όρους» εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, μα θα επέμβουν στη λογική του να λυθούν ΟΛΕΣ οι μεταξύ των αντιδικούντων πλευρών (ή ίσως και αντιμαχόμενων αν τα πράγματα οδηγηθούν σε ένα είδος θερμού επεισοδίου), ακριβώς δηλαδή αυτό που θέλει η Τουρκία;
Λοιπόν, κάπου εδώ βρισκόμαστε. Η Τουρκία, έχει ξεδιπλώσει σε αρκετό βαθμό τα χαρτιά της με τα οποία δηλώνει «κυρία» επί ιδιοκτησιών άλλων, και περιμένει να δει αν θα εμφανιστούν οι «ιδιοκτήτες» είτε να διαπραγματευτούν μαζί της (μια τέτοια διαπραγμάτευση, αυτή καθαυτή, σημαίνει πως έστω «κάποιο δίκαιο» έχει και η Τουρκία όταν αμφισβητεί τη ξένη ιδιοκτησία και επομένως, ό,τι μένει είναι να χαραχτούν «με ακρίβεια τα αμφισβητούμενα όρια»), είτε να τα υπερασπίσουν επιδιώκοντάς την απομάκρυνσή της από την ιδιοκτησία τους, είτε απλώς, μακρόθεν να φωνάζουν τον καταπατητή να αποχωρήσει, πράγμα που ασφαλώς δεν θα κάνει, αφού, έτσι και παρέλθει μια κρίσιμη χρονική περίοδος, με τον καταπατητή εντός της ξένης ιδιοκτησίας και τον νόμιμο κάτοχό της απλώς να διαμαρτύρεται μακρόθεν, τότε, στο τέλος, θα καταλήξουμε εκεί που κατέληξε η υπόθεση του «Μακεδονικού» και του «Κυπριακού» : σε μια ανάλογη συμφωνία τύπου «Πρεσπών» ή «Σχεδίου Ανάν», με το πρώτο η Ελλάδα να το προκαλεί η ίδια στην ουσία ως να ήταν αυτή που είχε «την τρεμούρα», και το δεύτερο, ευτυχώς για τη Κύπρο, να μην περνάει προς θλίψη πολλών πολιτικών προσώπων και πολιτικών δυνάμεων (και εδώ στην Ελλάδα). Εξελίξεις δηλαδή, που δείχνουν, πόσο διάτρητο είναι ακόμα και εννοιολογικά αυτό που καλείται «Διεθνές Δίκαιο» και που στην ουσία δεν αποτυπώνει παρά το πώς οι Μεγάλοι Παίκτες της Παγκόσμιας Σκηνής αντιλαμβάνονται το (στη βάση του) Κοινό τους Συμφέρον, όπως αυτό οριοθετείται μεταξύ τους, διανθισμένο με όλες τις αναγκαίες Διακηρύξεις περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της Ειρήνης, του σεβασμού της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας των Κρατών, κ.λπ., κ.λπ.